- προκαταρχή
- ἡ, Α1. η πρώτη αρχή, καταγωγή, προέλευση2. τίτλος έργου τού επικουρείου Ζήνωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταρχή «αρχή, έναρξη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατάρχη — προκατάρχης founder masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατάρχῃ — προκατάρχης founder masc dat sg (attic epic ionic) προκατάρχομαι pres subj mp 2nd sg προκατάρχομαι pres ind mp 2nd sg προκατάρχομαι pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρχήν — προκαταρχή origin fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek